- κατεσπευσμένως
- κατεσπευσμένως, Adv., ([etym.] κατασπεύδω)A hastily, Dsc. Ther.Praef., Plu.2.522d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατεσπευσμένως — κατασπεύδω urge perf part mp masc acc pl (doric) κατεσπευσμένως hastily indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσπευσμένος — η, ο αυτός που γίνεται πολύ βιαστικά, εσπευσμένος, βιαστικός. επίρρ... κατεσπευσμένως και α (Α κατεσπευσμένως) κατεπειγόντως, με πολύ βιαστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατεσπευσμένος τού κατασπεύδομαι] … Dictionary of Greek